Άρθρα
Δυσκοιλιότητα στα νεογέννητα

Δυσκοιλιότητα στα νεογέννητα

Υπάρχει μεγάλη ποικιλία ως προς το φυσιο­λογικό αριθμό κενώσεων που έχει ένα νεο­γέννητο καθημερινά. Μερικά νεογέννητα έχουν μια κένωση την ημέρα, ενώ άλλα ενερ­γούνται συχνά (ακόμα και μετά από κάθε γεύμα). Αν οι γονείς δεν είναι συνεπώς σωστά ενημερωμένοι γι αυτή την ποικιλομορ­φία των κενώσεων, είναι εύκολο να νομίσουν ότι το βρέφος τους πάσχει από διάρροια ή δυσκοιλιότητα.

Ένα άλλο γεγονός που δημιουργεί στους γονείς την εντύπωση ότι το νεογέννητό τους πάσχει από δυσκοιλιότητα, είναι ότι συχνά αυτό κατά την ώρα της αφόδευσης δείχνει να δυσφορεί, σφίγγεται και κοκκινίζει. Τοφαινόμενο αυτό δεν έχει σχέση με δυσκοι­λιότητα αφού παρατηρείται ακόμα και όταν οι κενώσεις είναι μαλακές. 

Ειδικά τα νεογέννητα που θηλάζουν από τη μητέρα τους, ενώ τις πρώτες ημέρες έχουν 7 -8 κενώσεις ημερησίως, μετά τη δεκάτη ημέρα ζωής, δεν είναι σπάνιο το φαινόμενο να ενεργούνται μόνο κάθε 6-7 ημέρες. Αυτό που καθορίζει λοιπόν την ύπαρξη ή όχι δυσκοιλιότητα είναι η σύσταση των κοπρά­νων και όχι η συχνότητά τους. Αν τα κόπρα­να είναι σκληρά και προκαλούν τραυματισμό του δακτυλίου, με δημιουργία ραγάδων, τότε υπάρχει πρόβλημα.

Αντιμετώπιση

α.Σιγουρευτείτε ότι το νεογέννητο παίρνει αρκετή τροφή και υγρά. Αυτό καθορίζεται από την κανονική πρόσληψη βάρους, την απο­βολή άφθονων και ανοικτού χρώματος ούρων και το γεγονός ότι το νεογέννητο δεν αναζη­τεί τροφή για τουλάχιστον 2 ώρες μετά το τελευταίο γεύμα. Αν υπάρχει αβεβαιότητα ως προς την ποσότητα της τροφής συνιστούμε τη χορήγηση επιπλέον γάλατος ή υγρών.

β.Τυχόν χορήγηση φαρμάκων στο βρέφος μπορεί να προκαλεί δυσκοι­λιότητα Π.χ. σίδηρος οπότε διακόπτουμε προσωρινά τη χρήση τους.

γ.Προσθέτουμε χαμομήλι στη διατροφή του βρέφους (κατά προτίμηση μέσα στο γάλα).

δ.Σε επίμονες περιπτώσεις χρησιμοποιούμε βρε­φικά υπόθετα γλυκερίνης (όχι όμως σε καθη­μερινή βάση) ή κάνουμε κλύσμα με φυσιολογικόορό (η ποσότητα του υγρού είναι 30-40ml).

Αν παρόλα αυτά η δυσκοιλιότητα συνεχίζεται, θα πρέπει να αποκλεισθεί το συγ­γενές μεγάκολο, ο συγγενής υποθυρεοειδι­σμός, ή υπερασβεστιαιμία κ.λπ.